αφοπλισμένος

αφοπλισμένος
unarmed

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαρμάτωτος — η, ο και ξαρμάτωτος, η, ο [εξαρματώνω] ξαρματωμένος, άοπλος, αφοπλισμένος, αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό ή (για πλοίο) χωρίς εξαρτισμό, παροπλισμένος …   Dictionary of Greek

  • ξαρμάτωτος — η, ο [ξαρματώνω] 1. αυτός που έμεινε χωρίς οπλισμό, άοπλος, αφοπλισμένος 2. (για πλοίο) α) παροπλισμένος β) αυτός που δεν είναι εφοδιασμένος με επαρκή ή κατάλληλο εξοπλισμό …   Dictionary of Greek

  • αφοπλίζομαι — αφοπλίζομαι, αφοπλίστηκα, αφοπλισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”